Υψιβοας

Υψιβοας
    Ὑψιβόας
    Ὑψι-βόας
    -ου ὅ Громоглас (имя лягушки) Batr.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Υψιβοας" в других словарях:

  • ὑψιβόας — ὑψιβόᾱς , ὑψιβόας loud shouter masc acc pl ὑψιβόᾱς , ὑψιβόας loud shouter masc nom sg (epic doric aeolic) ὑψιβόᾱς , ὑψιβόης masc acc pl ὑψιβόᾱς , ὑψιβόης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψιβόας — ὁ, Α (κωμική λ.) 1. αυτός που θοά δυνατά 2. όνομα βατράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο βόας] …   Dictionary of Greek

  • ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»